- προσεμπικρανέεσθαι
- προσεμπικραίνομαιto be yet more angry withfut inf mid (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεμπικραίνομαι — Α έχω μεγαλύτερη οργή και πίκρα εναντίον κάποιου («ὡς παθόντες οἱ Πέρσαι κακῶς προσεμπικρανέεσθαι ἔμελλον τοῑσι Σαμίοισι», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμπικραίνομαι «έχω πικρία ή οργή εναντίον κάποιου»] … Dictionary of Greek